- ὑπερέκτισις
- ὑπερέκ-τῐσις, εως, ἡ,A payment for any one, Hsch., Gloss. (nisi leg.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπερέκτισις — payment for fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερέκτισις — ίσεως, ἡ, Α [ὑπερεκτίνω] (κατά τον Ησύχ.) πληρωμή για χάρη άλλου … Dictionary of Greek
υπεραπότισις — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑπερέκτισις». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀπότισις «πληρωμή χρέους ή ποινής»] … Dictionary of Greek